ΘΡΑΝΙΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΣΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ
ή εγώ ο εφευρέτης του messenger.
1971 το σωτήριον έτος.
Εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο το εξατάξιο γυμνάσιο. Οι ημέρες διδασκαλίας ήταν έξι δηλαδή μάθημα και το Σάββατο. Στις τάξεις υπήρχαν μόνο αγόρια ή μόνο κορίτσια. Μάλιστα η εβδομάδα ήταν σπαστή. Τα αγόρια πηγαίναμε τρεις μέρες πρωί, δηλαδή Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, ενώ απόγευμα πηγαίναμε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο. Αντίστροφα τα κορίτσια. Απαγορευόταν δε αυστηρά η συνάντηση των δύο φύλλων, για αυτό και το μάθημα το απογευματινό των κοριτσιών ή των αγοριών ανάλογα, άρχιζε μετά από μια σχεδόν ώρα, αφού σχόλαγε το πρωινό τμήμα και εξαφανιζόταν κάθε γάτα ή γάτος σε απόσταση ενός χιλιομέτρου.
Εγώ τότε δεκατριών ετών πήγαινα δευτέρα γυμνασίου στο παράρτημα της Ευαγγελικής σχολής ένα διώροφο κτήριο πάνω στη 2ας Μαΐου στην κεντρική πλατεία της Ν. Σμύρνης.
Εκείνη την εποχή υπήρχε μόνο το εξατάξιο γυμνάσιο. Οι ημέρες διδασκαλίας ήταν έξι δηλαδή μάθημα και το Σάββατο. Στις τάξεις υπήρχαν μόνο αγόρια ή μόνο κορίτσια. Μάλιστα η εβδομάδα ήταν σπαστή. Τα αγόρια πηγαίναμε τρεις μέρες πρωί, δηλαδή Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, ενώ απόγευμα πηγαίναμε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο. Αντίστροφα τα κορίτσια. Απαγορευόταν δε αυστηρά η συνάντηση των δύο φύλλων, για αυτό και το μάθημα το απογευματινό των κοριτσιών ή των αγοριών ανάλογα, άρχιζε μετά από μια σχεδόν ώρα, αφού σχόλαγε το πρωινό τμήμα και εξαφανιζόταν κάθε γάτα ή γάτος σε απόσταση ενός χιλιομέτρου.
Εγώ τότε δεκατριών ετών πήγαινα δευτέρα γυμνασίου στο παράρτημα της Ευαγγελικής σχολής ένα διώροφο κτήριο πάνω στη 2ας Μαΐου στην κεντρική πλατεία της Ν. Σμύρνης.
Εκεί κατά τα μέσα Νοέμβρη εντελώς τυχαία με ένα μολύβι είχα ζωγραφίσει πάνω στο θρανίο το σήμα του Πανιωνίου. Την επομένη όμως που πήγα το βρήκα σβησμένο. Το ξανα ζωγράφισα αλλά και την μεθεπόμενη το βρήκα σβησμένο. Τσαντίστηκα και επειδή ήξερα ότι κάποιο από τα κορίτσια που καθόταν στο θρανίο το έσβηνε, το ζωγράφισα ξανά προσθέτοντας τώρα και την φράση «Σε παρακαλώ μην το σβήνεις»
Ήταν Σάββατο απόγευμα και όλη την Κυριακή μέχρι τη Δευτέρα το πρωί που θα επέστρεφα με είχε φάει η αγωνία για το τι θα είχε απαντηθεί.
Δευτέρα πρωί και η φιλόλογος ζητούσε να βγάλουμε τα τετράδια για την έκθεση. Εγώ υπνωτισμένος κοίταζα το θρανίο και το ξανακοίταζα…
«Σιδερίδη δεν ακούς… βγάλε το τετράδιο να γράψουμε έκθεση» έκραξε η Σκορδά η φιλόλογος. Αλλά εγώ που να ακούσω, αποσβολωμένος διάβαζα και ξαναδιάβαζα…
«Δεν το έσβησα το σηματάκι, επειδή μου το ζήτησες ευγενικά» ήταν γραμμένο πάνω στο θρανίο
Εκείνη τη Δευτέρα έγραψα την καλύτερη έκθεση που έχω γράψει. Η χαρά της απάντησης είχε κάνει την άγνωστη συμμαθήτρια, Μούσα μου.
Πήγαινα εγώ το πρωί έγραφα, ερχόταν εκείνη το απόγευμα το διάβαζε, το έσβηνε και έγραφε το δικό της, που διάβαζα εγώ την άλλη μέρα.
Με αυτό τον τρόπο σβήσε γράψε πάνω στο θρανίο, επικοινωνούσαμε μέχρι το καλοκαίρι, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία.
Τα μηνύματα ήταν σε καθημερινή βάση με εξαίρεση τις διακοπές των Χριστουγέννων, των διαγωνισμάτων του Φλεβάρη και τις διακοπές του Πάσχα. Όλο αυτό το διάστημα, είχαμε μιλήσει και είχαμε μάθει μέσω των μηνυμάτων τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Ποιοι τραγουδιστές μας αρέσουν, ποιοι ηθοποιοί, ποια συγκροτήματα, ποιοι χοροί. Είχαμε μάθει τι εμφάνιση είχε ο καθένας μας, ψηλός εγώ, μέτρια εκείνη, μελαχρινός εγώ με πράσινα μάτια (καστανά έχω) και μασκεμπολίστας, κατάξανθη εκείνη με κορμί Λάσκαρης και αθλήτρια στην ενόργανη.
Ώσπου μια μέρα λίγο μετά την πρωτομαγιά αποφασίσαμε να βρεθούμε. Κοντά επτά μήνες είχαν περάσει για να πραγματοποιηθεί η πρώτη συνάντηση. Επτά μήνες ατέλειωτης αλληλογραφίας πάνω στο θρανίο. Είκοσι μολύβια, τριάντα γομολάστιχες και δεκαεπτά ξύστρες είχα χαλάσει για ένα ραντεβού. Αλλά το ραντεβού κλείστηκε για Σάββατο απόγευμα, απέναντι από την κεντρική πύλη του γηπέδου του Πανιώνιου, στο τέρμα της Παλαιολόγου, στο καφενεδάκι του Θανάση.
« Πως θα σε γνωρίσω» ήταν το τελευταίο μήνυμα που της είχα γράψει.
«Θα φοράω τη σχολική ποδιά χωρίς το γιακαδάκι και μπλε κάλτσες αντί για λευκές με Ελβιέλα παπούτσια μου είχε απαντήσει, ενώ εγώ την ενημέρωνα ταυτόχρονα ότι θα φοράω ένα παντελόνι τζιν καμπάνα ξεθωριασμένο, με ένα μπλουζάκι κίτρινο που θα έγραφε «SANTANA»
Ούτε το ένα φόρεσα ούτε το άλλο επειδή δεν ήθελα να με γνωρίσει αλλά στο ραντεβού πήγα. Ήθελα πρώτα να δω πως θα είναι αυτή και αν μου αρέσει να της μιλήσω, διαφορετικά θα έκοβα λάσπη. Την ίδια σκέψη με μένα δυστυχώς φαίνεται πως έκανε και εκείνη γιατί ποτέ δεν την αναγνώρισα σε όσα κορίτσια πέρασαν από εκεί. Δεν τήρησε τίποτα από όσα είχε υποσχεθεί. Έτσι όση ώρα περίμενα στο καφενεδάκι το μόνο πρόσωπο αναγνωρίσιμο που συνάντησα ήταν μια πρώτη μου ξαδέλφη.
-Τι θέλεις ρε εδώ τέτοια ώρα τη ρώτησα…
-Ένα τοστ ήρθα να πάρω από το Θανάση και θα φύγω μου απάντησε…
-Πάρε το τόστ και δρόμο μη σε πλακώσω, της είπα με το δικαίωμα του προστάτη λόγω συγγένειας και φύλλου. Άλλωστε ήθελα να την ξεφορτωθώ μη με δει με την άλλη.
-Εσύ που πας από εδώ με ρώτησε.
-Πάω στο γήπεδο έχουμε προπόνηση της απάντησα.
Εκείνη έφυγε και εγώ περίμενα άδικα μια ολόκληρη ώρα. Είχαν περάσει καμιά τριανταριά μαθήτριες αλλά καμία με Ελβιέλα ρε φίλε, όλες με Σπορτέξ.
Γύρισα σπίτι απογοητευμένος. Μεγάλη πίκρα. Ξέρεις τι είναι από εκεί που φτερουγίζει η καρδιά, μετά να πέφτει σε κολπική μαρμαρυγή… Μη σου τύχει. Χάνεται ο κόσμος κάτω από τα πόδια σου. Πήζει το σάλιο στο στόμα σου, ατονούν οι μύες και ξαφνικά θέλεις να καθίσεις. Τι έχεις παιδάκι μου σε ρωτάει η μάνα σου και εσύ θέλεις να τη σκοτώσεις αφού πρώτα όμως την έχεις προειδοποιήσει με ένα «άσε μας ρε μάνα και σύ…» Και το χειρότερο είναι Σάββατο και έχεις μπροστά σου μια ολόκληρη Κυριακή μέχρι τη Δευτέρα για να μάθεις τι έγινε. Ξέρεις τι είναι να παλεύεις 24 ώρες με ερωτήματα αμφιβολίας... Κι αν τα ερωτήματα θίγουν και τον αντρισμό σου και είναι του τύπου… Με δούλεψε χοντρά ή με έστησε και με κοίταγε με τις φιλενάδες από απέναντι και γέλαγαν…καλύτερα να κάνεις χαρακίρι.
Γιατρικό μόνο ο χρόνος της λήθης αλλά και ο χρόνος που φέρνει τη Δευτέρα και λύνονται οι παρεξηγήσεις.
Ο ισχυρισμός και των δυο ό ίδιος… Πάνω στο θρανίο είχε γραφτεί το ίδιο. « Ήρθα αλλά δεν σε είδα»
Πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα σιωπής χωρίς γραφή και ανάγνωση. Η απογοήτευση μας είχε κατακλύσει σε βαθμό αδράνειας. Δεν ξέραμε τι να γράψουμε και τι να πούμε. Δεν τολμούσε κανένας να κάνει την αρχή. Μόνη παρηγοριά το πάρτι της ξαδέρφης μου που θα γινόταν το Σάββατο ως αποχαιρετιστήριο στη σχολική χρονιά. Μια εβδομάδα μαθημάτων θα έμενε και μετά τέρμα.
Δεκατέσσερις άντρες και πέντε κορίτσια ήμασταν εκείνο το βράδυ στο πάρτι. Το Ταμ-Ταμ και το Μπυράλ έρεαν άφθονα ενώ το Βερμούτ ήταν σε ελεγχόμενες δόσεις. Τα αυτοσχέδια φωτορυθμικά άλλαζαν χρώματα, ο ρυθμός εναλλασσόταν από μπλουζ σε ροκ και τα σαρανταπεντάρια δισκάκια ταξίδευαν από χέρι σε χέρι. Μαζί όμως με αυτά ταξίδευε από χέρι σε χέρι και το «Αλμπουμ ή Λεύκωμα» εκείνο το τετράδιο ερωτήσεων και απαντήσεων διακοσμημένο με τις αντίστοιχες φωτογραφίες των θεμάτων.
Στη θέση της ερώτησης, ας πούμε, ποιος τραγουδιστής ή ηθοποιός σου αρέσει υπήρχε και η αντίστοιχη φωτογραφία κάποιου σταρ. Χέρι στο χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια, (κλεμμένο) όπου διαβάζω…
ΕΡΩΤΗΣΗ
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που έχετε πει και από κάτω φαρδιά πλατιά…
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το μεγαλύτερο ψέμα που έχω πει είναι όταν κορόιδεψα ένα συμμαθητή μου ότι θα φοράω Ελβιέλα παπούτσια και ποδιά χωρίς γιακά.
Υπογραφή «ΤΟ ΡΟΖ ΣΥΝΕΦΑΚΙ» το ψευδώνυμο της ξαδέρφης.
Την Δευτέρα εγώ πάνω στο θρανίο είχα γράψει.
Ήταν Σάββατο απόγευμα και όλη την Κυριακή μέχρι τη Δευτέρα το πρωί που θα επέστρεφα με είχε φάει η αγωνία για το τι θα είχε απαντηθεί.
Δευτέρα πρωί και η φιλόλογος ζητούσε να βγάλουμε τα τετράδια για την έκθεση. Εγώ υπνωτισμένος κοίταζα το θρανίο και το ξανακοίταζα…
«Σιδερίδη δεν ακούς… βγάλε το τετράδιο να γράψουμε έκθεση» έκραξε η Σκορδά η φιλόλογος. Αλλά εγώ που να ακούσω, αποσβολωμένος διάβαζα και ξαναδιάβαζα…
«Δεν το έσβησα το σηματάκι, επειδή μου το ζήτησες ευγενικά» ήταν γραμμένο πάνω στο θρανίο
Εκείνη τη Δευτέρα έγραψα την καλύτερη έκθεση που έχω γράψει. Η χαρά της απάντησης είχε κάνει την άγνωστη συμμαθήτρια, Μούσα μου.
Πήγαινα εγώ το πρωί έγραφα, ερχόταν εκείνη το απόγευμα το διάβαζε, το έσβηνε και έγραφε το δικό της, που διάβαζα εγώ την άλλη μέρα.
Με αυτό τον τρόπο σβήσε γράψε πάνω στο θρανίο, επικοινωνούσαμε μέχρι το καλοκαίρι, λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία.
Τα μηνύματα ήταν σε καθημερινή βάση με εξαίρεση τις διακοπές των Χριστουγέννων, των διαγωνισμάτων του Φλεβάρη και τις διακοπές του Πάσχα. Όλο αυτό το διάστημα, είχαμε μιλήσει και είχαμε μάθει μέσω των μηνυμάτων τα πάντα ο ένας για τον άλλο. Ποιοι τραγουδιστές μας αρέσουν, ποιοι ηθοποιοί, ποια συγκροτήματα, ποιοι χοροί. Είχαμε μάθει τι εμφάνιση είχε ο καθένας μας, ψηλός εγώ, μέτρια εκείνη, μελαχρινός εγώ με πράσινα μάτια (καστανά έχω) και μασκεμπολίστας, κατάξανθη εκείνη με κορμί Λάσκαρης και αθλήτρια στην ενόργανη.
Ώσπου μια μέρα λίγο μετά την πρωτομαγιά αποφασίσαμε να βρεθούμε. Κοντά επτά μήνες είχαν περάσει για να πραγματοποιηθεί η πρώτη συνάντηση. Επτά μήνες ατέλειωτης αλληλογραφίας πάνω στο θρανίο. Είκοσι μολύβια, τριάντα γομολάστιχες και δεκαεπτά ξύστρες είχα χαλάσει για ένα ραντεβού. Αλλά το ραντεβού κλείστηκε για Σάββατο απόγευμα, απέναντι από την κεντρική πύλη του γηπέδου του Πανιώνιου, στο τέρμα της Παλαιολόγου, στο καφενεδάκι του Θανάση.
« Πως θα σε γνωρίσω» ήταν το τελευταίο μήνυμα που της είχα γράψει.
«Θα φοράω τη σχολική ποδιά χωρίς το γιακαδάκι και μπλε κάλτσες αντί για λευκές με Ελβιέλα παπούτσια μου είχε απαντήσει, ενώ εγώ την ενημέρωνα ταυτόχρονα ότι θα φοράω ένα παντελόνι τζιν καμπάνα ξεθωριασμένο, με ένα μπλουζάκι κίτρινο που θα έγραφε «SANTANA»
Ούτε το ένα φόρεσα ούτε το άλλο επειδή δεν ήθελα να με γνωρίσει αλλά στο ραντεβού πήγα. Ήθελα πρώτα να δω πως θα είναι αυτή και αν μου αρέσει να της μιλήσω, διαφορετικά θα έκοβα λάσπη. Την ίδια σκέψη με μένα δυστυχώς φαίνεται πως έκανε και εκείνη γιατί ποτέ δεν την αναγνώρισα σε όσα κορίτσια πέρασαν από εκεί. Δεν τήρησε τίποτα από όσα είχε υποσχεθεί. Έτσι όση ώρα περίμενα στο καφενεδάκι το μόνο πρόσωπο αναγνωρίσιμο που συνάντησα ήταν μια πρώτη μου ξαδέλφη.
-Τι θέλεις ρε εδώ τέτοια ώρα τη ρώτησα…
-Ένα τοστ ήρθα να πάρω από το Θανάση και θα φύγω μου απάντησε…
-Πάρε το τόστ και δρόμο μη σε πλακώσω, της είπα με το δικαίωμα του προστάτη λόγω συγγένειας και φύλλου. Άλλωστε ήθελα να την ξεφορτωθώ μη με δει με την άλλη.
-Εσύ που πας από εδώ με ρώτησε.
-Πάω στο γήπεδο έχουμε προπόνηση της απάντησα.
Εκείνη έφυγε και εγώ περίμενα άδικα μια ολόκληρη ώρα. Είχαν περάσει καμιά τριανταριά μαθήτριες αλλά καμία με Ελβιέλα ρε φίλε, όλες με Σπορτέξ.
Γύρισα σπίτι απογοητευμένος. Μεγάλη πίκρα. Ξέρεις τι είναι από εκεί που φτερουγίζει η καρδιά, μετά να πέφτει σε κολπική μαρμαρυγή… Μη σου τύχει. Χάνεται ο κόσμος κάτω από τα πόδια σου. Πήζει το σάλιο στο στόμα σου, ατονούν οι μύες και ξαφνικά θέλεις να καθίσεις. Τι έχεις παιδάκι μου σε ρωτάει η μάνα σου και εσύ θέλεις να τη σκοτώσεις αφού πρώτα όμως την έχεις προειδοποιήσει με ένα «άσε μας ρε μάνα και σύ…» Και το χειρότερο είναι Σάββατο και έχεις μπροστά σου μια ολόκληρη Κυριακή μέχρι τη Δευτέρα για να μάθεις τι έγινε. Ξέρεις τι είναι να παλεύεις 24 ώρες με ερωτήματα αμφιβολίας... Κι αν τα ερωτήματα θίγουν και τον αντρισμό σου και είναι του τύπου… Με δούλεψε χοντρά ή με έστησε και με κοίταγε με τις φιλενάδες από απέναντι και γέλαγαν…καλύτερα να κάνεις χαρακίρι.
Γιατρικό μόνο ο χρόνος της λήθης αλλά και ο χρόνος που φέρνει τη Δευτέρα και λύνονται οι παρεξηγήσεις.
Ο ισχυρισμός και των δυο ό ίδιος… Πάνω στο θρανίο είχε γραφτεί το ίδιο. « Ήρθα αλλά δεν σε είδα»
Πέρασε μια ολόκληρη εβδομάδα σιωπής χωρίς γραφή και ανάγνωση. Η απογοήτευση μας είχε κατακλύσει σε βαθμό αδράνειας. Δεν ξέραμε τι να γράψουμε και τι να πούμε. Δεν τολμούσε κανένας να κάνει την αρχή. Μόνη παρηγοριά το πάρτι της ξαδέρφης μου που θα γινόταν το Σάββατο ως αποχαιρετιστήριο στη σχολική χρονιά. Μια εβδομάδα μαθημάτων θα έμενε και μετά τέρμα.
Δεκατέσσερις άντρες και πέντε κορίτσια ήμασταν εκείνο το βράδυ στο πάρτι. Το Ταμ-Ταμ και το Μπυράλ έρεαν άφθονα ενώ το Βερμούτ ήταν σε ελεγχόμενες δόσεις. Τα αυτοσχέδια φωτορυθμικά άλλαζαν χρώματα, ο ρυθμός εναλλασσόταν από μπλουζ σε ροκ και τα σαρανταπεντάρια δισκάκια ταξίδευαν από χέρι σε χέρι. Μαζί όμως με αυτά ταξίδευε από χέρι σε χέρι και το «Αλμπουμ ή Λεύκωμα» εκείνο το τετράδιο ερωτήσεων και απαντήσεων διακοσμημένο με τις αντίστοιχες φωτογραφίες των θεμάτων.
Στη θέση της ερώτησης, ας πούμε, ποιος τραγουδιστής ή ηθοποιός σου αρέσει υπήρχε και η αντίστοιχη φωτογραφία κάποιου σταρ. Χέρι στο χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια, (κλεμμένο) όπου διαβάζω…
ΕΡΩΤΗΣΗ
Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που έχετε πει και από κάτω φαρδιά πλατιά…
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το μεγαλύτερο ψέμα που έχω πει είναι όταν κορόιδεψα ένα συμμαθητή μου ότι θα φοράω Ελβιέλα παπούτσια και ποδιά χωρίς γιακά.
Υπογραφή «ΤΟ ΡΟΖ ΣΥΝΕΦΑΚΙ» το ψευδώνυμο της ξαδέρφης.
Την Δευτέρα εγώ πάνω στο θρανίο είχα γράψει.
« Αν σε ξαναπιάσω να κλείνεις ραντεβού στο καφενεδάκι του Θανάση θα σε τσακίσω στο ξύλο» Θεόδωρος Μπιρδιμίρης ο πατέρας σου.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι πέρασα και από το σπίτι της να δω αντιδράσεις. Η θεία μου είπε πως είχε πυρετό και δεν θα πήγαινε σχολείο…Μπήκα στο δωμάτιο και την είδα…Μου ζήτησε να μάθω ποιος σε αυτή την αίθουσα κάθεται στο συγκεκριμένο θρανίο.
Η ξαδέλφη δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν στο θρανίο. Της δίνεται η ευκαιρία αν διαβάσει το κείμενο να το μάθει τώρα ύστερα από πενήντα χρόνια.
Εγώ πάντως έμεινα με την ικανοποίηση της εφεύρεσης του messenger.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι πέρασα και από το σπίτι της να δω αντιδράσεις. Η θεία μου είπε πως είχε πυρετό και δεν θα πήγαινε σχολείο…Μπήκα στο δωμάτιο και την είδα…Μου ζήτησε να μάθω ποιος σε αυτή την αίθουσα κάθεται στο συγκεκριμένο θρανίο.
Η ξαδέλφη δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν στο θρανίο. Της δίνεται η ευκαιρία αν διαβάσει το κείμενο να το μάθει τώρα ύστερα από πενήντα χρόνια.
Εγώ πάντως έμεινα με την ικανοποίηση της εφεύρεσης του messenger.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου