Μια αχτίδα ήλιου έμπαινε από τη σπασμένη γρίλια , έσκιζε σαν φωτεινό σπαθί τα σκοτάδια και σε ξυπνούσε . Ας πούμε πως ήταν αρχές Ιουνίου . Κάπου εκεί στα 1965 .
Το σπίτι ήταν γεμάτο ήχους :«Πάσα πνοή αινεσάτω τον Κύριον…». Η φωνή του Σπύρου Περιστέρη , του Πρωτοψάλτη της Μητρόπολης της Αθήνας , μέσα από το παλιό ραδιόφωνο στο ράφι του τοίχου , πλημμύριζε όλο το σπίτι κι «έβγαινε περίπατο» και στη γειτονιά . Κατσαρολικά αναδεύονταν στην κουζίνα . Μύριζε λιβάνι , μαζί και ρίγανη και σκόρδο και κρεμμύδι …Ήξερες ! Η μάνα , αφού είχε λιβανίσει το σπίτι με το πήλινο απλοϊκό θυμιατήρι που με σεβασμό φύλαγε πάνω στο τζάκι , ετοίμαζε το ψητό της Κυριακής . Τεντωνόσουν ! Ήσουν μόνο δέκα χρονών . Και ήταν Κυριακή !!! Μέρα μαγική !!! Ο κόσμος ήταν όλος δικός σου . Είχες φτερά και μπορούσες να πετάς . Γρήγορα – γρήγορα σηκωνόσουν από το στρώμα . Είχες σχολικό εκκλησιασμό . Φορούσες το μπλε σου παντελόνι και το κάτασπρο καλοσιδερωμένο πουκάμισό σου . Χτένιζες την «αφέλεια» που στόλιζε μπροστά το κουρεμένο με την «ψιλή» κεφάλι σου . Έπαιρνες στα χέρια το ταψί με το ψητό κι έφευγες για το σχολείο . Στη γωνιά του δρόμου , μερικά τετράγωνα πιο μακριά απ’ το σπίτι σου , ήταν ο φούρνος που θα το άφηνες . Μετά στο σχολείο , γραμμές και στην εκκλησία , στον Α. Νικόλαο, που ιερουργούσε , τότε , ο σεβάσμιος παπα – Βασίλης .
Γενικά είμαστε ήσυχα παιδιά ! Παρακολουθούσαμε τη Λειτουργία , κάναμε και το Σταυρό μας , λέγαμε και το «Πατερ Ημών» και το «Πιστεύω» ! Και μιας και είμαστε παιδιά κάναμε και κανένα αστειάκι «φρόνιμο» ή πιάναμε κουβεντούλα :
-Τι παίζει σήμερα στο ΣΙΝΕΑΚ ;
-Ζορό …Μασίστα ….Ταρζάν … Χοντρό-Λιγνό…Τρίο Στούτζες…
-Ποιος παίζει ;
-Ο Έρολ Φλυν …ο Στηβ Ρηβς …ο Τζόννυ Βαϊσμίλλερ …ο Γκόρντον Σκοτ…
Οι ήρωες των παιδικών μας χρόνων !
Όταν τέλειωνε η εκκλησία , έπαιρνες το αντίδωρο απ’ τα χέρια του παπα – Βασίλη και τρέχοντας , σχεδόν , έφτανες στο σινεμά … άλλος στο ΦΛΟΡΑΛ…άλλος στο ΡΕΞ …άλλος στον ΦΑΡΟ . Στριμωχνόσουν στο ταμείο . Με το μαγικό χαρτάκι στα χέρια ορμούσες στην αίθουσα που βούιζε σαν το μελίσσι . Ξάπλωνες αναπαυτικά στην πολυθρόνα . Στην μοναδική πολυθρόνα που είχες καθίσει ποτέ . Γύρω σου γέλια . Φωνές:
-Γιώργο … Εδώ …Να είμαστε μαζί .
-Είναι πιασμένη ;
-Όχι εκεί …Είναι μακριά απ’ την οθόνη .
-Πάμε εξώστη καλύτερα .
Ξεφύλλιζες τον Γκαούρ-Ταρζάν …τον Μικρό Ήρωα … τον Μικρό Σερίφη …το «ΚΛΑΣΣΙΚΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ» …που είχες πάρει απ’ το βιβλιοπωλείο του ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ ή απ’ το περίπτερο . Πριν το τελειώσεις : «Ντιν , ντον …ντιν , ντον…» το καμπανάκι της έναρξης . Τα φώτα έσβηναν . Σιγά – σιγά . Μια ιαχή : «Αρχίζει !!! Ζήτω!!!» . Κι ύστερα μες στο σκοτάδι χανόσουν . Δεν υπήρχες . Τίποτα δεν υπήρχε : Το φτωχικό σου σπίτι .Το κεραμίδι που έτρεχε και το φυρό παράθυρο που έμπαζε κρύο . Ο πατέρας σου που δύσκολα «τα ’φερνε βόλτα . Το «αχ» της μάνας σου . Το μπαλωμένο πίσω παντελόνι και τα τρύπια παπούτσια σου . Τα λασπωμένα δρομάκια της φτωχογειτονιάς σου . Το παλιό σου σχολείο και ο δάσκαλος με τη βέργα . Τίποτε ! Τίποτε δεν υπήρχε ! Όλα είχαν εξαχνωθεί . Πετούσες στη μαγεία . Ταξίδευες σε μέρη μακρινά και εξωτικά . Χανόσουν στο χρόνο …πότε πίσω και πότε μπρος . Γινόσουν ένα με τον ήρωα της ταινίας . Υπόφερες μαζί του . Χαιρόσουν . Χειροκροτούσες . Ζητωκραύγαζες . Τον «βοηθούσες» :
-Πρόσεχε !!! Πίσω σου !!!
-Μπράβο ! Δώσ’ του !
-Καλά να πάθεις , άτιμε !!!
Δεν έλειπαν , βέβαια , και οι ουρναομήκεις διαμαρτυρίες προς τον μηχανικό προβολής , που μέσα από το καμαράκι του πάσχιζε να κρατάει σε καλή λειτουργία τις παλιές μηχανές προβολής , όταν «εξαφανίζονταν» οι υπότιτλοι και όταν σκοτίδιαζε το φως στην οθόνη :
-Χασάπηηηηηη , γράμματαααα !!!
-Κάρβουνοοοοοοοοοοοοο!!!
Στο διάλειμμα παίρναμε τσιπς , στραγάλια , φιστίκια και πασατέμπους , κάναμε ανασκόπηση του πρώτου μέρους και προβλέψεις για το δεύτερο . Μετά , πετούσαμε και πάλι στο «μαγικό» σκοτάδι μέχρι που (προς μεγάλη μας απογοήτευση) γραφόταν η λέξη «ΤΕΛΟΣ» πάνω στην οθόνη . Στο δρόμο για το σπίτι το έργο ξαναζωντάνευε :
-Είδες πώς τον έπιασε ;
-Εκείνα τα σίδερα !!! Πώς τα λύγισε !!!
-Φοβερός !!! Απίθανος !!!
Πάλι από τον φούρνο . Τον παλιό φούρνο με τα ξύλα ! Με την όμορφη τζαμαρία και τον μεγάλο ξύλινο πάγκο . Το μισοστρόγγυλο άνοιγμα μπροστά και τη μεγάλη φτυάρα για το φούρνισμα . Τα περισσότερα ψητά είχαν βγει . Μόνο τα γιουβέτσια αργούσαν . Αραδιασμένα πάνω στον πάγκο , ροδοκόκκινα και καλοψημένα , γέμιζαν τον αέρα με γαργαλιστικές μυρουδιές . Μέσα , ο φούρνιαρης , ροδοκόκκινος από τη ζέστα , πάστρευε τα μουστάκια και το σαγόνι του , χαμογελώντας όλο μυστήριο . Ήταν , πια , κοινό μυστικό , πως τις Κυριακές , η μικρή παρέα του φούρνιαρη μαζευόταν εκεί στο «ιδιαίτερο» του φούρνου . Η παρέα έβαζε το κρασί και ο φούρνιαρης τον μεζέ , «τρυγώντας» διακριτικά τα ταψιά των πελατών : Μια πατατούλα από δω , ένα κοψιδάκι από κει και η εύθυμη κυριακάτικη παρέα περνούσε όμορφα . Ήταν κάτι σαν δικαίωμα του φούρνιαρη , γι’ αυτό κανένας δεν γκρίνιαζε . Τσιμπούσες κι εσύ μια πατάτα για το δρόμο και κρατώντας το ταψί (έκαιγε ακόμα) με τις παλιές εφημερίδες που σου είχε δώσει ο φούρνιαρης , τραβούσες γραμμή για το σπίτι .
Μεσημεριανό φαγητό . Όλοι στο τραπέζι . Παρέα κι ο Γιώργος Οικονομίδης με τα «Νέα Ταλέντα» απ’ το παλιό ραδιόφωνο :
-Φίλοι μου αγαπημένοι , γεια σας και χαρά σας !
Μαζί του ο Μίμης Πλέσσας με το πιάνο , η πληθωρική Ρένα Ντορ και διάφορα επίδοξα ταλέντα του τραγουδιού σε ζωντανή μετάδοση από τα στούντιο του Ε.Ι.Ρ .
Ύστερα , το απόγευμα και το βράδυ , ανήκε σ’ όλη την οικογένεια . Δεν υπήρχε η τηλεόραση . Το βίντεο . Το DVD . Το διαδίκτυο . To IX αυτοκίνητο . Υπήρχε μόνο η κυριακάτικη βόλτα . Ετοιμαζόταν η οικογένεια από νωρίς . Έβαζε τα καλά της , τα «κυριακάτικά της» . Κι έβγαινε . Στο πάρκο του Μουσείου . Στο δρόμο με τους φοίνικες. Στην πλατεία . Περίπατος . Κουβέντα . Χάζεμα στις βιτρίνες . Κρέμα , πάστα και γαλακτομπούρεκο στο παλιό ζαχαροπλαστείο του ΚΑΙΣΑΡΗ με τα μαρμάρινα τραπεζάκια και τις καρέκλες «τύπου Βιέννης» . Οι ταβερνιάρηδες στα συνοικιακά καπηλειά , καλοκαίρι ήταν , κατάβρεχαν τα χωματένια πεζοδρόμια με το μεγάλο λαμαρινένιο καταβρεχτήρι . Μύριζε το βρεγμένο χώμα μαζί και το καλό βαρελίσιο κρασί και οι λαχταριστοί μεζέδες που ετοιμάζονταν στο τηγάνι ή στην κατσαρόλα . Έβγαζαν έξω τα τετράγωνα , ξύλινα τραπεζάκια τους , έστρωναν τα καρό τραπεζομάντιλα και τακτοποιούσαν πάνω τις χαρτοπετσέτες , τα αλατοπίπερα και τις οδοντογλυφίδες . Οι πρώτοι μερακλήδες είχαν ήδη πάρει θέσεις από νωρίς κι ώσπου να γίνουν τα μεζεδάκια απολάμβαναν το πρώτο μισόκιλο , ξεροσφύρι ή με λίγο κεφαλοτύρι στη λαδόκολλα .
-Γυάλισμα , κύριοι !!! Οι λούστροι στη γωνιά του κέντρου της πόλης , με χέρια έμβολα ατμομηχανής , γυάλιζαν τα παπούτσια μικρών και μεγάλων . Οι άνθρωποι , τότε , πρόσεχαν πολύ το καθαρό και γυαλισμένο παπούτσι . Και οι λούστροι , φιλότιμα , με τις παχιές βούρτσες και τη βελούδινη φέλπα τα ’καναν καθρέφτες .
Οι λαχειοπώλες , με τις ξύλινες ράβδες στολισμένες με τις τυχερές τετράδες (παράξενα πουλιά θαρρείς) σου υπόσχονταν ελπίδα :
-Το τυχερόοοοο ! Εδώ το τυχερόοοοο! Τη Δευτέρα μοιράζει εκατομμύριαααα !
Τα γκαρσόνια , γλάροι λευκοί , σέρβιραν ασταμάτητα στα καφενεία , στα ζαχαροπλαστεία και στη «Λέσχη» , τα ούζα , τα γλυκά του κουταλιού , τις πάστες , τα λουκούμια , τα «υποβρύχια» …
Ένας ολόκληρος κόσμος , αρμονικά δεμένος , ζούσε , χαιρόταν πραγματικά την Κυριακή! Την Κυριακή του !
Κι όταν άρχιζε να πέφτει το βραδάκι , ΟΛΟΙ για τα θερινά τα σινεμά . Τώρα η επιλογή ανήκε στους μεγάλους : Βέγγος , Ηλιόπουλος , Κωνσταντάρας , Μανέλης , Χατζηχρήστος , Ρίζος ….αλλά και Νίκος Ξανθόπουλος , Μάρθα Βούρτση , Διανέλος (πάντα πατέρας) , Ζαφειρίου (πάντα μητέρα) , Καΐλας (πάντα παιδί) …
Τα θερινά τα σινεμά είχαν μια γοητεία δική τους . Μοναδική ! Το σπαστό χαλίκι που έτριζε κάτω από τα πόδια σου . Οι πάνινες καρέκλες . Τα γιασεμιά και οι περικοκλάδες στη μάντρα . Η φωτισμένη πρόσοψη με τα όμορφα καλλιγραφικά : «ΦΛΟΡΑΛ» , «ΡΟΔΟΝ» , «ΡΕΞ»… Και τα «ΠΡΟΣΕΧΩΣ» . Το μικρό άσπρο «σπιτάκι» στο πίσω μέρος με τις τετράγωνες τρυπούλες , που μέσα του «έκρυβε» τη μηχανή προβολής . Το μπαρ με τα παγωμένα αναψυκτικά . Η μεγάλη άσπρη οθόνη .
Όμως θερινά σινεμά ήταν και οι «γείτονες» . Που έβγαιναν στα γύρω μπαλκόνια με τα σκαμνάκια τους , για να δουν το έργο . Ήταν και οι γαβριάδες , που σκαρφάλωναν στις γύρω μάντρες και φαίνονταν τα κουρεμένα κεφάλια τους πάνω απ’ τους μαντρότοιχους . Ήταν και το δροσερό βραδιάτικο αεράκι . Κι ο ουρανός που έπαιρνε ένα ζαφειρένιο χρώμα . Ήταν και το παιδί με τη την άσπρη ποδιά που έβγαινε στα διαλείμματα : «Φιστίκια , στραγάλια , πασατέμπο , φρέσκα τσιπς…» ή «Λεμονάδες , πορτοκαλάδες , βυσσινάδες , γκαζόζες , Ταμ-Ταμ…» . Ήταν κι ο Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα «Περασμένες μου αγάπες , του καιρού χαλάσματα…» , η Ελίζα Μαρέλλι «Πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα…» , ο Πάνος Γαβαλάς «Είναι στ’ αλήθεια τυχεροί όσοι πεθαίνουν νέοι…».
Και μετά το σινεμά , επιστροφή στο σπίτι . Να κοιμάσαι αγκαλιά με τις κυριακάτικες στιγμές … «μικρές στιγμές , που τη ζωή μας ομορφαίνουν , νοσταλγικές , γλυκιές εικόνες…» .
Το πρωί είχες σχολείο , ο πατέρας θα έβγαινε για το μεροκάματο και η μάνα θα ’βαζε τα «κυριακάτικα» στην ντουλάπα και θα ’πιανε τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού , καρτερώντας την άλλη Κυριακή , για να ξαναγίνει από «Σταχτοπούτα» «Πριγκίπισσα» .
Αυτά , λοιπόν !
Τώρα που όλα είναι «θύμησες» , μπορείς να πεις : «Ναι ! Τότε ζούσαμε»!
-Κυριακές του ’65 , δάσκαλοι παλιοί και συμμαθητές , φουρναραίοι , ταβερνιάρηδες και κουτούκια λαϊκά , ΣΙΝΕΑΚ και θερινά σινεμαδάκια , λούστροι , λαχειοπώλες και γκαρσόνια , Μουσείο , πλατεία και δρόμε με τους φοίνικες , Ταρζάν , Γιώργο Θαλάσση και Τζιμ Άνταμς , Μασίστα , Ζορό , κρέμες και υποβρύχια και γλυκά του κουταλιού , Ξανθόπουλε και Μάρθα Βούρτση …γεια σας ! Γειά σας και χαρά σας !!!
« Αχ , ζωή μάγισσα , να σε μάθω άργησα …»
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ» , τεύχος 9 , Νοέμβρης –Δεκέμβρης 1988 και στην εφημερίδα «ΛΑΚΩΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ» , 5-9-1996 .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου