Τετάρτη 30 Μαΐου 2018
Νικηφόρος Μανδηλαράς
Γράφει
ο Αλέκος Παναγούλης για το Νικηφόρο Μανδηλαρά: «Μαθαίνοντας τον θάνατό
σου δεν μπόρεσα να κλάψω. Στριφογύριζα στο κρεβάτι του νοσοκομείου.
Θυμόμουνα την τελευταία μας συνάντηση. Δε θα τολμήσουν, έλεγες. Δεν
έχουν άλλο δρόμο, σ' απαντούσα. Αυτός ο δρόμος θα είναι ο τάφος τους,
φώναζες με πίστη. Ναι, Νικηφόρε, θα είναι ο τάφος τους. Αυτή την
υπόσχεση σου δίνουμε αντί για μνημόσυνο».
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1928 στην Κόρωνο της Νάξου, ένα χωριό φτωχό, αγκαλιασμένο με το γκρεμό. Την περίοδο της κατοχής οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και σε ηλικία 18 ετών είχε ήδη φάκελο φρονημάτων στην Ασφάλεια Σύρου. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και εργάστηκε ως δικηγόρος. Αρθρογραφούσε καθημερινά σε Αθηναϊκές εφημερίδες και εξέδωσε τα «Ναξιακά Χρονικά».
Με τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο και τον Σπύρο Κανελλόπουλο ίδρυσαν την Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδος. Πράγματι, κάθε δράση του Νικηφόρου Μανδηλαρά περιφρουρούσε τη δημοκρατία. Πήρε μέρος στη δίκη Γλέζου ως συνήγορος υπεράσπισης και στη λεγόμενη Μεγάλη Δίκη ή δίκη των κατασκόπων στο στρατοδικείο της Αθήνας το 1960 για την υπεράσπιση 42 ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, ανάμεσα τους και ο Χαρίλαος Φλωράκης. Πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις για την εκτροπή και την αποστασία του 1965. Από το 1966, υπήρξε συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορούμενων της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, μια πολιτική και στρατιωτική σκευωρία που συντάραξε την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος τον απείλησε ότι θα το πληρώσει. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς σε όλη τη σταδιοδρομία του αναλάμβανε αφιλοκερδώς τις υποθέσεις πολιτών που διώκονταν για τα φρονήματά τους.
Ήταν υποψήφιος στις «εκλογές βίας και νοθείας» του 1961 και σχεδίαζε να ξανακατέβει στις εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για τον Μάιο του 1967. Όμως η επιβολή της χούντας την 21η Απριλίου κατέστησε σαφές ότι η ζωή του κινδύνευε και έτσι επιχείρησε να διαφύγει στην Κύπρο με εμπορικό πλοίο στις 17 Μάϊου του 1967.
Πέντε ημέρες αργότερα, το πτώμα του βρέθηκε στην παραλία Γεννάδι της Ρόδου. Οι αρχές έκαναν λόγο για πνιγμό, όμως εξ αρχής ο θάνατος του θεωρήθηκε μια στυγερή δολοφονία, από τους οικείους του και την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Ακόμα και οι φωτογραφίες της εποχής που κατόπιν δημοσιεύτηκαν, αποκαλύπτουν εμφανές τραύμα στην καρδιά πιθανόν από σφαίρα ή άλλο αντικείμενο. Οι μαρτυρίες για το πληγωμένο του κορμί δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι ο Μανδηλαράς θεωρήθηκε επικίνδυνος για το καθεστώς, τόσο ώστε να απαιτείται η άμεση εξόντωσή του.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς θάφτηκε στη Ρόδο στις 24 Μαΐου, παρουσία μιας χούφτας ανθρώπων και πολλών χωροφυλάκων, χωρίς την οικογένειά του που δεν είδε ποτέ τον πτώμα του, ούτε πρόλαβε να ορίσει ιατροδικαστή. Την ίδια μέρα η είδηση του θανάτου του εμφανίστηκε στα Νέα με τίτλο «Το εκβρασθέν εις Ρόδον πτώμα εξηκριβώθη ότι ανήκει εις τον δικηγόρον Μανδηλαράν». Ωστόσο, το Γαλλικό Πρακτορείο, το BBC, η Deutsche Welle και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Μόσχας είχαν ήδη καλύψει εκτενώς την δολοφονία του, που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ καθώς και στην μεταπολίτευση, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1928 στην Κόρωνο της Νάξου, ένα χωριό φτωχό, αγκαλιασμένο με το γκρεμό. Την περίοδο της κατοχής οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και σε ηλικία 18 ετών είχε ήδη φάκελο φρονημάτων στην Ασφάλεια Σύρου. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και εργάστηκε ως δικηγόρος. Αρθρογραφούσε καθημερινά σε Αθηναϊκές εφημερίδες και εξέδωσε τα «Ναξιακά Χρονικά».
Με τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο και τον Σπύρο Κανελλόπουλο ίδρυσαν την Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων Ελλάδος. Πράγματι, κάθε δράση του Νικηφόρου Μανδηλαρά περιφρουρούσε τη δημοκρατία. Πήρε μέρος στη δίκη Γλέζου ως συνήγορος υπεράσπισης και στη λεγόμενη Μεγάλη Δίκη ή δίκη των κατασκόπων στο στρατοδικείο της Αθήνας το 1960 για την υπεράσπιση 42 ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, ανάμεσα τους και ο Χαρίλαος Φλωράκης. Πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις για την εκτροπή και την αποστασία του 1965. Από το 1966, υπήρξε συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορούμενων της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, μια πολιτική και στρατιωτική σκευωρία που συντάραξε την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος τον απείλησε ότι θα το πληρώσει. Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς σε όλη τη σταδιοδρομία του αναλάμβανε αφιλοκερδώς τις υποθέσεις πολιτών που διώκονταν για τα φρονήματά τους.
Ήταν υποψήφιος στις «εκλογές βίας και νοθείας» του 1961 και σχεδίαζε να ξανακατέβει στις εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για τον Μάιο του 1967. Όμως η επιβολή της χούντας την 21η Απριλίου κατέστησε σαφές ότι η ζωή του κινδύνευε και έτσι επιχείρησε να διαφύγει στην Κύπρο με εμπορικό πλοίο στις 17 Μάϊου του 1967.
Πέντε ημέρες αργότερα, το πτώμα του βρέθηκε στην παραλία Γεννάδι της Ρόδου. Οι αρχές έκαναν λόγο για πνιγμό, όμως εξ αρχής ο θάνατος του θεωρήθηκε μια στυγερή δολοφονία, από τους οικείους του και την κοινή γνώμη στην Ελλάδα. Ακόμα και οι φωτογραφίες της εποχής που κατόπιν δημοσιεύτηκαν, αποκαλύπτουν εμφανές τραύμα στην καρδιά πιθανόν από σφαίρα ή άλλο αντικείμενο. Οι μαρτυρίες για το πληγωμένο του κορμί δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι ο Μανδηλαράς θεωρήθηκε επικίνδυνος για το καθεστώς, τόσο ώστε να απαιτείται η άμεση εξόντωσή του.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς θάφτηκε στη Ρόδο στις 24 Μαΐου, παρουσία μιας χούφτας ανθρώπων και πολλών χωροφυλάκων, χωρίς την οικογένειά του που δεν είδε ποτέ τον πτώμα του, ούτε πρόλαβε να ορίσει ιατροδικαστή. Την ίδια μέρα η είδηση του θανάτου του εμφανίστηκε στα Νέα με τίτλο «Το εκβρασθέν εις Ρόδον πτώμα εξηκριβώθη ότι ανήκει εις τον δικηγόρον Μανδηλαράν». Ωστόσο, το Γαλλικό Πρακτορείο, το BBC, η Deutsche Welle και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Μόσχας είχαν ήδη καλύψει εκτενώς την δολοφονία του, που δεν εξιχνιάστηκε ποτέ καθώς και στην μεταπολίτευση, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.
Ιφιγένεια Κουμαργιανού
Πρώτη πράξη αντίστασης
Στα τέλη Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της
Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην
Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης. Ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας
ήταν δύο νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι,
βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το χιτλερικό
σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια. Έπρεπε, λοιπόν, να
κατέβει…
Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε με νεαρές Ελληνίδες, που πουλούσαν τον ερωτά τους, πίνοντας μπύρες και μεθοκοπώντας.
Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση ολίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού. Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους.
Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.
Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.
Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε με νεαρές Ελληνίδες, που πουλούσαν τον ερωτά τους, πίνοντας μπύρες και μεθοκοπώντας.
Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση ολίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού. Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους.
Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό.
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.
Τρίτη 29 Μαΐου 2018
Σάββατο 12 Μαΐου 2018
Νίκος Γκάτσος
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 ή το 1914. «Ο πατέρας του Νίκου
Γκάτσου ήταν μετανάστης στην Αμερική, αλλά έκανε πολλά ταξίδια στην
Ελλάδα. Σ” ένα από αυτά έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι και πέθανε, δυο
μέρες πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Τον πέταξαν στην θάλασσα. Το μαντάτο
έφτασε στο χωριό του Γκάτσου, την Ασέα Αρκαδίας, ένα μήνα μετά. Η μητέρα
του ήταν, κατά τις διηγήσεις του Νίκου, πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος.
Γύρισε από το πάνω μέρος του χωριού με το μαντίλι κατεβασμένο κι όταν
μπήκε στο σπίτι ξέσπασε σε κλάμα. Ο Νίκος ήταν τότε πέντε χρονών.
Τρόμαξε τόσο, που από τότε τρέμανε τα χέρια του σε όλη του τη ζωή…»,
διηγήθηκε η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα.
Έρχεται στην πρωτεύουσα στα δεκαοχτώ του μαζί με την μάνα και την αδερφή
του, όταν πέρασε στην Φιλοσοφική Αθηνών. «Τόσο ανεξήγητα πανέτοιμος μας
είχε φτάσει (…) με πλήρη εξάρτυση: Με τους Έλιοτ και τους Λόρκα, τους
Κάφκα και τους Σαρτρ. Χώρια βέβαια την δημοτική παράδοση που
κυκλοφορούσε στο αίμα του», έγραψε για κείνον ο φίλος του, Οδυσσέας
Ελύτης.
Με τον Ελύτη γνωρίζεται ένα βράδυ του ’36 ενώ χάζευαν έξω απ” τα
ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων`. Φανατικοί και οι δυο της μοντέρνας ποίησης
και του υπερρεαλισμού, γίνονται αμέσως φίλοι. Οι δυο τους μαζί με τον
Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Καραντώνη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον
Εγγονόπουλο, τον Αντωνίου, και κάμποσους άλλους νέους, σχηματίζουν μια
παρέα, τον πυρήνα της νεώτερης ποίησης, και προωθούν τις απόψεις τους
μέσα από το περιοδικό Νέα Γράμματα. Μαζί με τον Ελύτη μάλιστα ιδρύει το
πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς τους, το Ηραίον, στην διασταύρωση
των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Στις δύο το βράδυ, μας πληροφορεί ο
Ελύτης, όταν έκλεινε το καφενείο, ένα πλήθος νέων ξεχύνονταν στους γύρω
δρόμους «κι άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις κάτω απ” τους ευκαλύπτους,
συχνά ως τις τρεις και τέσσερις το πρωί», υπό το άγρυπνο και φιλύποπτο
βλέμμα των χωροφυλάκων.
Το 1937 η παρέα σκόρπισε, ο Κατσίμπαλης πήγε στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην
Κορυτσά, ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Ο Γκάτσος
μένει στην Αθήνα και μαζί με τον Καραντώνη συνεχίζουν την έκδοση των
Νέων Γραμμάτων. Ο πόλεμος και η ναζιστική κατοχή δεν σταμάτησε την
πνευματική ζωή. Το 1943 μάλιστα έμελε να είναι μια σημαδιακή χρονιά για
τα νεοελληνικά γράμματα. Εκδίδεται το μοναδικό ποίημα που έγραψε ο Νίκος
Γκάτσος η Αμοργός και ο Ήλιος ο Πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη. Το πνευματικό
κατεστημένο όμως δεν κατανόησε την σημασία αυτών των έργων, και ιδίως
στην περίπτωση της Αμοργού επιδόθηκε σε ειρωνείες και λοιδορίες. Ο
Ελύτης για να υπερασπιστεί το έργο του φίλου του έγραψε το κείμενο
Ποιητική Νοημοσύνη, όπου επισημαίνεται για πρώτη φορά η σημασία της
Αμοργού. «Δεν θα επιχειρήσω εδωπέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο
που θα “θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην
αισθητική του 20ου αιώνα το επικολυρικό ύφος, την εντέλεια του ρυθμού,
που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος
στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής (χαιλντερλινικής, θα
έλεγα) αντίληψης του ρομαντισμού, με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό
της Μάνης, τέλος για τον πειστικό τόνο της φωνής του, και τις ωραίες,
τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του…».
Τότε, το 1943, έρχεται στου Λουμίδη ένας ακόμη νέος, μ” ένα μάτσο
μέτριους στίχους στην τσέπη. Τους διαβάζει στους νέους ποιητές, μα
κανένας απ” την παρέα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Τότε ο νεαρός αλλάζει
σκοπό: Ισχυρίζεται πως είναι μουσικός, συνθέτης μάλιστα, και ότι έχει
γράψει μουσικές για την Αμοργό και τις Παραλλαγές σε μία αχτίδα. Είναι ο
Μάνος Χατζιδάκις, ο στενότερος φίλος, μαθητής και συνομιλητής του Νίκου
Γκάτσου, για τα επόμενα πενήντα χρόνια σχεδόν. Βλέπονταν καθημερινά,
συζητούσαν διαρκώς και συνεργάστηκαν με μοναδική αρμονία. Η αρχή έγινε
το ’48 με τον Ματωμένο Γάμο που μετάφρασε ο Γκάτσος και μελοποίησε ο
Χατζιδάκις. Το ’49 το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει το Λεωφορείον ο Πόθος, πάλι
σε μετάφραση Γκάτσου. Από εκεί είναι και το Χάρτινο το Φεγγαράκι, που
σημάδεψε την αντίληψη των νεοελλήνων περί μουσικής και τραγουδιού. Το
1966 με την περίφημη Μυθολογία τους άρχισαν συνειδητά πλέον να
σχεδιάζουν τους περίφημους κύκλους τραγουδιών του, ο ένας την μουσική ο
άλλος τους στίχους.
Πολλοί τοποθετούν τον Γκάτσο ανάμεσα στους υπερρεαλιστές, αλλά ο Γκάτσος
απλώς χρησι-μοποίησε την φόρμα του υπερρεαλισμού, γιατί τότε ήταν ο πιο
πρόσφορος και φρέσκος τρόπος για να εκφράσει τις απόψεις του για την
τέχνη και την ζωή. Γι” αυτό άλλωστε ο ίδιος ο Γκάτσος, ως στιχουργός
πλέον, φρόντισε από νωρίς να απομακρυνθεί από το υπερρεαλιστικό
περιβάλλον και να αποβάλει τις υπερρεαλιστικές φόρμες. Διέβλεπε ίσως πως
ο υπερρεαλισμός από φρέσκο κι ολίγον τι περιθωριακό κίνημα σύντομα θα
γινόταν μόδα, κατεστημένο, τροχοπέδη εντέλει. Άφησε τους υπερρεαλισμούς
και τις μανιέρες του για τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους
στιχουργούς, που αναζητούν άλλοθι να περιβάλουν την αταλαντοσύνη τους. Ο
ίδιος πατάει γερά στην γη, δηλαδή σε μια παράδοση στιχουργική που
ξεκινάει από τα χρόνια του Ομήρου, και φτάνει στις μέρες μας μέσω του
Δημοτικού και του Ρεμπέτικου τραγουδιού -και φυσικά περιέχει και τον
υπερρεαλισμό.
Ο Γκάτσος εγκαταλείπει την ποίηση και ουσιαστικά δεν επιχειρεί μετά την
Αμοργό να ξαναγράψει ποίημα. Μεταφράζει κάποια θεατρικά έργα και γράφει
στίχους. Εκτός του Ματωμένου Γάμου και του Λεωφορείον ο Πόθος, που
αναφέραμε, μετέφρασε το Περιμπλίν και Μπελίσα, το Σπίτι της Μπερνάντα
Άλμπα, τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας και την Παραλογή του
Μισοΰπνου του Λόρκα. Ακόμη τον Πατέρα του Στριντμπεργκ, την Υψηλή
Εποπτεία του Ζενέ, το Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα του Ο” Νιλ,
το Φουέντε Οβεχούνα του Λόπε ντε Βέγα και κάποια μονόπρακτα του Τ.
Ουίλιαμς.
Ο Γκάτσος ήταν όλα αυτά, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής, εραστής, μα
πάνω απ” όλα ίσως ήταν δάσκαλος. «Την μεγάλη σημασία του την αντλεί από
το ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που διδάσκει όσους έχουνε την τύχη να
του πούνε «καλημέρα», αν και κείνος θελήσει να τους πει «καλημέρα» και
να συνεχίσει. Άλλωστε «οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν είχαν μια ειδική σχολή
όπου διδάσκανε· έπρεπε να πετύχουν μαθητές που θα ήθελαν να εκμαιεύσουν
από αυτούς την διδασκαλία. Αυτή είναι και η περίπτωση του Γκάτσου», έχει
πει ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας απ” τους ανθρώπους που επανειλημμένα έχουν
εκφράσει την ευγνωμοσύνη τους στον δάσκαλο Νίκο Γκάτσο.
Πέθανε στις 12 Μαΐου του 1992 χωρίς να προλάβει να εκδώσει τα τραγούδια
του σε βιβλίο (η έκδοση έγινε μετά τον θάνατό του και σύμφωνα με τις
δικές του οδηγίες) και χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τον Μανιάτικο
Εσπερινό, τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών, που για χρόνια ετοίμαζε. Ετάφη
στο χωριό του, την Ασέα Αρκαδίας, χωρίς επισημότητες, και με την
παρουσία ολίγων φίλων του.
Φώτης Π. Βασιλείου
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%93%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AF%CE%BA%CE%BF%CF%82_%CE%93%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%82
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)